πιστός

πιστός
πιστός (-οί; -ά, -άς; -όν nom., acc., acc.: πιστόταται.)
a trusty, loyal, sure of people.

καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85

πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.78

πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

b of things
I

ὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6

σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8

(δόνακες)

πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27

Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ N. 9.16

ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2. . ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: -οτάταις ὁδοῖς codd.: -οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.
II credible

ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233
c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent O. 3.17
d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. -ον m. s.) N. 8.44

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιστός — 1 liquid masc nom sg πιστός 2 to be trusted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει κάπου, ο αφοσιωμένος, έμπιστος: Έμεινε σ όλη τη ζωή του πιστός σύντροφος της γυναίκας του. 2. ακριβής: Πιστή αντιγραφή, μετάφραση κτλ. 3. στον πληθ. ως ουσ., οι αφοσιωμένοι στο θεό, στη θρησκεία τους, οι αληθινοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστότερον — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc comp sg πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτάτω — πιστός 1 liquid masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 1 liquid masc/neut gen superl sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτάτων — πιστός 1 liquid fem gen superl pl πιστός 1 liquid masc/neut gen superl pl πιστός 2 to be trusted fem gen superl pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρων — πιστός 1 liquid fem gen comp pl πιστός 1 liquid masc/neut gen comp pl πιστός 2 to be trusted fem gen comp pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρως — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp pl (doric) πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότατα — πιστός 1 liquid adverbial superl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl pl πιστός 2 to be trusted adverbial superl πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότατον — πιστός 1 liquid masc acc superl sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl sg πιστός 2 to be trusted masc acc superl sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισταῖς — πιστός 1 liquid fem dat pl πιστός 2 to be trusted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”